διμηνιαίος

διμηνιαίος
-αία, -ο (Α διμηνιαῑος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διμηνιαίος — α, ο αυτός που συμβαίνει κάθε δύο μήνες ή διαρκεί δύο μήνες: Το περιοδικό που αγοράζω είναι διμηνιαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διμηνιαίοις — διμηνιαῖος two months old masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμηνιαίου — διμηνιαῖος two months old masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμηνιαίους — διμηνιαῖος two months old masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμηνιαίῳ — διμηνιαῖος two months old masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμηνιαία — διμηνιαίᾱ , διμηνιαῖος two months old fem nom/voc/acc dual διμηνιαίᾱ , διμηνιαῖος two months old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… …   Dictionary of Greek

  • διμηνιαίαν — διμηνιαίᾱν , διμηνιαῖος two months old fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”